θαμπερός

θαμπερός
η , ό ярко светящийся; сверкающий (о металле, стекле)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "θαμπερός" в других словарях:

  • θαμπερός — ή, ό 1. αυτός που, λόγω τού δυνατού φωτός ή τής ισχυρής ακτινοβολίας, φέρνει θάμβος στην όραση, ο εκθαμβωτικός («θαμπερά καλοκαιριάτικα μεσημέρια») 2. (για πράγματα) μαύρος, σκοτεινός 3. (για την ατμόσφαιρα ή τη θάλασσα) ομιχλώδης, ζοφώδης («τα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»